- παραγεμιστή
- παραγεμιστήtorpedofem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασιλόκοτα — η όρνιθα που τρέφεται ειδικά για να φαγωθεί παραγεμιστή την Πρωτοχρονιά … Dictionary of Greek
παραγεμιστός — ή, ό / παραγεμιστός, ή, όν, ΝΜ (συν. για φαγητό) αυτός που περιέχει γέμιση («παραγεμιστή γαλοπούλα»). επίρρ... παραγεμιστά με παραγεμιστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γεμιστός (< γεμίζω)] … Dictionary of Greek
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek
παραγεμιστός — ή, ό το φαγητό που γίνεται με γέμιση: Τα Χριστούγεννα όλα σχεδόν τα σπίτια έχουν την παραγεμιστή γαλοπούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)